Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Στο γραφείο της καρικατούρας (A' Μέρος)

    




   O Σ. βρέθηκε σε ένα τεράστιο γκριζωπό χώρο γεμάτο γραφεία. Έμοιαζαν με κυψέλες μέλισσας αν και κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν γραφεία επιχείρησης. Μικροσκοπικά κουτάκια που είχαν όλα από ένα σετ γραφείο, καρέκλα, υπολογιστή, τηλέφωνο, φαξ, τα πάντα. Σε μια γωνιά υπήρχε στοιβαγμένη η γραφική τους ύλη. Tα περισσότερα ήταν τακτοποιημένα, ωστόσο σε κάποια από αυτά σχηματίζονταν μικροί χάρτινοι ουρανοξύστες που κάλυπταν χαοτικά ολόκληρη την επιφάνεια του γραφείου. Εκείνη τη στιγμή ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Οι ελάχιστοι υπάλληλοι που ήταν στο πόστο τους μάλλον υπέφεραν από πλήξη και υπνηλία. Περπατώντας σκυφτός στον πλαϊνό κεντρικό διάδρομο της αίθουσας o Σ. άκουγε μελωδίες ροχαλητών ενώ είδε και μερικούς να κοιμούνται για τα καλά χρησιμοποιώντας για μαξιλάρι το πληκτρολόγιο του υπολογιστή. «Κυριαρχεί τόσο απροκάλυπτα ο ύπνος εδώ μέσα, ποιος να 'ξερε αν αυτό οφείλεται σε υπερκόπωση ή αν έχουν κάνει τον ύπνο σύστημα» σκέφτηκε αδιάφορα. 
   Φτάνοντας στην απέναντι πλευρά είδε έναν μακρύ και στενό διάδρομο, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του. Για καλή του τύχη δεν χρειάστηκε να διαλέξει μιας και από τον αριστερό διάδρομο δυο σκιές πλησίαζαν προς το μέρος του. Ανακουφισμένος που απέφυγε το δίλημμα κι αγχωμένος μην τον πάρουν χαμπάρι, στράφηκε γρήγορα προς τα δεξιά. Βαδίζοντας και φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου συνάντησε σε μια πόρτα. Πλησίασε και την έσυρε απαλά γλιστρώντας μέσα στο χώρο. Συνάντησε τοίχο μπροστά του και πάλι έναν διάδρομο πιο στενό και μακρύ αυτή τη φορά και προς τα αριστερά του. Ο διάδρομος ήταν πλημμυρισμένος στο σκοτάδι. Ο Σ. έψαξε να βρει κάποιον διακόπτη στον τοίχο. Τίποτα. Στάθηκε λίγο ακίνητος μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια του. Μάταιο εγχείρημα. Η πυκνότητα του σκότους ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να διακρίνει τίποτα πέρα από ένα φως στο βάθος. Ο διάδρομος μετατράπηκε σε τούνελ και το φως σε μακρινό αστερισμό. Ξεκίνησε να βαδίζει αισθαντικά σαν τους τυφλούς, κρατώντας ανοιχτά τα χέρια και τις παλάμες του, αγγίζοντας πότε πότε την αριστερή και τη δεξιά πλευρά του τοίχου. Μετά από μερικά διστακτικά βήματα οι φοβικές σκέψεις από την απώλεια του έλεγχου έγινε παράδοση στην αίσθηση και στο ένστικτο του. Τότε ήταν που ένιωσε την λεπτή και παγερή καθαρότητα του διαδρόμου. Με καθαρό μυαλό, αναπνέοντας αργά και βαδίζοντας σταθερά, πλησίασε προς το φως. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι το αστέρι που έβλεπε από μακριά ήταν στην πραγματικότητα ένα απομονωμένο, ένα μυστικό γραφείο. Πλησιάζοντας άκουσε δύο φωνές να κουβεντιάζουν.
   Ένας κοντοπίθαρος μεσήλικας καθόταν σε μια δερμάτινη πολυθρόνα στηρίζοντας τους αγκώνες του πάνω σε ένα παλιό σκυριανό γραφείο. Ήταν απορροφημένος στη κουβέντα που είχε με το απέναντι πρόσωπο. Το ύφος του προσηλωμένο και διαπεραστικό. Αντίθετα η επικάλυψη της εξωτερικής του εμφάνισης γραφικότατη. Πρησμένη μελιτζανί μύτη, πονηρά μάτια γύρω από στοργικά ζυγωματικά, διπλοσάγονο, μαλλί κατσαρό που θύμιζε αφρικάνικη αφάνα, αν και στην κορυφή της κεφαλής του ήταν φαλακρός. Τα πόδια του κρέμονταν στον αέρα μιας και η πολυθρόνα ενώ φαινόταν εξαιρετικά άνετη, ωστόσο δεν είχε «τεμπέλη». Ο Σ. σταμάτησε στον διαγώνιο ορίζοντα που χώριζε το σκοτάδι του διαδρόμου με το φως του γραφείου, στρογγυλοκάθησε στα όρια του κι έστησε αυτί. 
    «…μα αυτό το γεγονός αλλάζει όλα τα δεδομένα! Πες μου περισσότερες λεπτομέρειες» είπε η καρικατούρα και κύρτωσε τον κορμό της ενώ κουνούσε σαν ποδηλάτης μπρος πίσω τα πόδια του.
   «To αν τα δεδομένα αλλάζουν από αυτό το γεγονός, μόνο εσείς είστε ο αρμόδιος να το κρίνετε, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Πάντως αν υπάρχει κάποιο σταθερό δεδομένο, αυτό θα ήταν ότι η υπόθεση προχωράει με δυναμικό τρόπο. Και μόνο το γεγονός πως η παρουσία μου γεμίζει ολοένα και πιο συχνά το χώρο του γραφείου σας, αυτό από μόνο του είναι ένα γεγονός. Ωστόσο έχω την αμυδρή εντύπωση πως η υπόθεση έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια μας. Εεε δηλαδή θέλω να πω πως στην πραγματικότητα δεν μας έχει ξεφύγει τίποτα. Τα δεδομένα είναι όλα στη θέση τους και καταγεγραμμένα με απόλυτη ακρίβεια. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε έγκειται στην μετάφραση τους. Αν δεν μπορέσουμε να κατανοήσουμε ορθόδοξα τον τρόπο που ερμηνεύονται, δύσκολα θα βρεθούμε σε θέση να αναπλάσουμε οτιδήποτε ή τουλάχιστον να χαράξουμε έναν δρόμο προς μια καινούργια κατεύθυνση.
   Μας πήρε καιρό –περισσότερο ίσως από όσο θα έπρεπε- να βρούμε το θάρρος να σταματήσουμε να ψάχνουμε για γρήγορα αποτελέσματα. Δεν σας κρύβω πως στο εργαστήριο υπάρχει τεράστια πίεση από τα στενά χρονικά όρια που θέτει ο οργανισμός. Φυσικά γνωρίζουμε ότι το να ορίζουμε μόνοι μας προθεσμίες, αυτό δεν βρίσκεται ανάμεσα στις αρμοδιότητες μας. Είτε όμως οι προθεσμίες βγαίνουν ιδεαλιστικά προς αποφυγή άσκοπων καθυστερήσεων ή ενδεχόμενου εφησυχασμού του προσωπικού, είτε επειδή αυτά τα αποφασίζει κάποιο ανώτερο στέλεχος του οργανισμού που στο κάτω-κάτω το μόνο που σκέφτεται είναι να πηγαίνει συνεχώς παρακάτω, στο χώρο του εργαστηρίου τέτοια πράγματα δεν μπορούν και δεν πρέπει να μας αγγίζουν. Ήδη μας φαίνεται αρκετά παράλογο να μας στέλνετε μηνύματα και ανεξάρτητα από το πότε τα παραλαμβάνουμε, πότε τα διαβάζουμε και πότε εν τέλει εργαζόμαστε πάνω στα αιτήματα αυτά, ο χρόνος να αρχίζει να μετράει από τη στιγμή που τα στείλατε. Φυσιολογικά ένα άγχος κυριεύει τους ερευνητές και πιστέψτε με καταλήγει να είναι κάθε άλλο παρά δημιουργικό. Δυσφορούμε βαθύτατα γι’ αυτή τη συνθήκη και δεν αναφέρομαι τόσο στην αδιαπραγμάτευτη φύση του χρόνου όσο στις άκαμπτες επιταγές του οργανισμού για άμεση αποτελεσματικότητα. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι η πίεση μας φέρνει σε κατάσταση εγρήγορσης, ωστόσο είναι πολλά από αυτά που ακόμα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Συνεπώς τα πορίσματα που πηγάζουν από την έρευνα που γίνεται, ελάχιστα προσφέρουν πέρα από την ανακούφιση που αισθάνεται κάποιος όταν δίνει απαντήσεις πάνω σε ερωτήματα που αλίμονο δεν κατανοεί επαρκώς. Πρέπει να σας πω ότι όλοι οι ερευνητές στο εργαστήριο έχουμε αποδεχτεί την ολοκληρωτική άγνοια μας πάνω σε συγκεκριμένα πεδία γνώσης κι αν εργαζόμαστε πάνω σε κάτι, αυτό θα ήταν η ανακάλυψη ενός ριζοσπαστικά καινούργιου τρόπου προσέγγισης πρώτα από όλα στο επίπεδο της σκέψης μας, ώστε να μπορέσουμε να διεκπεραιώσουμε τα καθήκοντα που μας αναθέτει ο οργανισμός.»
   «Προς τι όλα αυτά κ. Σρέντιγκερ? Υποτίθεται ότι είστε επαγγελματίας και είναι αυτονόητο να αντιμετωπίζετε τις όποιες πιέσεις σας ασκούνται με την ανάλογη ωριμότητα. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Ερευνητής είστε. Γι’ αυτό σας έχουμε προσλάβει, για να ανακαλύπτετε νέους δρόμους και να εξιχνιάζετε πολύπλοκες καταστάσεις. Όχι για να φλυαρείτε αυτάρεσκα για τις ανησυχίες σας και δη με ανασφαλή χροιά, λες και οι αφηρημένες ασυναρτησίες που μου αραδιάσατε είναι σημαντικότερες από την υπόθεση που έχετε αναλάβει» είπε φουριόζικα η καρικατούρα ενώ λίγο σαλάκι κύλισε στη χαράδρα του διπλοσάγονου του.
   «Πώς να την λένε αυτή την καρικατούρα κι επιτέλους για ποια υπόθεση συζητάνε?» αναρωτήθηκε μέσα του ο Σ. που βρισκόταν στο παρασκήνιο. 
   «Όφειλα να σας τα πω όλα αυτά καθώς μέσα από αυτό το τέλμα και μετά τη σύγχυση που δημιουργήθηκε στο εργαστήριο, ταυτόχρονα γεννήθηκαν προοπτικές που σύντομα θα συντελέσουν δραστικά στην αλματώδη πρόοδο της όλης υπόθεσης. Ίσως δεν είναι η καταλληλότερη χρονική στιγμή να ανοίγω τέτοιου είδους ρευστά κι αβέβαια ζητήματα, αν όμως το έκανα ήταν γιατί παραδόξως μου προκαλείτε μια πρωτοφανή έμπνευση. Γεγονός αξιοπρόσεκτο μιας και δεν έχει ξανασυμβεί στα χρονικά των επισκέψεων μου στο γραφείο σας. Άραγε ποιος να είναι ο απροσδόκητος παράγοντας που να έφερε αυτό το απρόσμενο αποτέλεσμα..»
   Η καρικατούρα γούρλωσε οργισμένα τα μάτια τρίζοντας με δύναμη τα σαγόνια του, σφίγγοντας τις παλάμες των χεριών του. Ο κ. Σρέντιγκερ ξερόβηξε αμήχανα και ανασκουμπώθηκε.
   «Χμμ ναι, καλύτερα να προχωρήσουμε παρακάτω… Εδώ βρίσκονται και σας παραθέτω επιγραμματικά τα αποτελέσματα της συνειδησιακής κατάστασης των “εξαιρετικών περιπτώσεων” που παρακολουθούμε. Βλέπετε, η εκτενής ανάλυση των δεδομένων ήταν αρκετά ογκώδης για να την φέρω εδώ μαζί μου κι άλλωστε δεν θα ήταν δυνατόν να χωρέσουν όλα τα αρχεία που έχουμε συγκεντρώσει από το στενό πέρασμα του γραφείου σας... Εκτός αν καλούσαμε τους υπαλλήλους από τα κεντρικά και τους αναθέταμε να μεταφέρουν ένας ένας τα αρχεία προς τα εδώ. Ξέρω όμως πόσο απεχθάνεστε την κοσμοσυρροή και την αναστάτωση. Συνεπώς σκέφτηκα μήπως ερχόσαστε εσείς ο ίδιος από το εργαστήριο κάποια στιγμή όποτε βρίσκατε τον απαραίτητο χρόνο. Με την παρουσία σας στο ζήτημα, κι ύστερα αν ακούγατε από κοντά την προσέγγιση των ίδιων των ερευνητών ίσως όλοι μαζί να κατορθώναμε να αποκωδικοποιήσουμε κάποιες από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης».
   Ο Σρέντιγκερ πήρε μια ανάσα πριν συνεχίσει τον λογισμό του. Η καρικατούρα δεν άφησε ανεκμετάλλευτη τη μικρή παύση και υψώνοντας τις παλάμες σαν τροχονόμος που σταματάει την κίνηση, πήρε το λόγο.
   «Καλά καλά θα δούμε τι μέλλει γενέσθαι. Μα γιατί τόσο μεγάλη ανασφάλεια από μέρους σας? Δώστε μου σας παρακαλώ το έγγραφο να διαπιστώσω ο ίδιος περί τίνος πρόκειται» είπε με καρδινάλιο ύφος και τεντώθηκε αδιάφορα φέρνοντας το χαρτί στα χέρια του. Φόρεσε τα γυαλιά του, γύρισε ανάποδα το έγγραφο, βύθισε το σώμα του στην πολυθρόνα, ανασήκωσε τα φρύδια του κι άρχισε να διαβάζει.
   «Χμμ, από ότι φαίνεται πρέπει δώσουμε εντολή να παρθούν ακόμη περισσότερα μέτρα. Οφείλουμε πάση θυσία να εγκλωβίσουμε συνειδησιακά τις “εξαιρετικές περιπτώσεις” στον αγώνα της επιβίωσης. Αν δεν διακόψουμε έστω και με βίαιο τρόπο την αφύπνιση τους, ενδεχομένως κάποια στιγμή να ασκήσουν θετική επιρροή στις μάζες και να αποτελέσουν βάσιμη απειλή για τα θεμέλια του οργανισμού. Είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με παλιοπεριπτώσεις. Και πώς να μην ήταν έτσι. Αδυνατώ να θυμηθώ πόσες φορές έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν με δαύτους. Για μια στιγμή όμως.. Εδώ γράφετε πως το ποσοστό πρόσβασης στο υποσυνείδητο αγγίζει σε κάποιους το 80%. Όχι αυτό είναι ανεκδιήγητο και δεν μπορεί να συμβαίνει κύριε Σρέντιγκερ! Θα πρέπει να αστειεύεστε να έρχεστε στο γραφείο μου με τέτοιου είδους πορίσματα και αντί να με ενημερώσετε πάραυτα να μου αραδιάζετε τις αρλούμπες σας!»
   «Κι όμως, όπως σας είπα και πριν, αυτό είναι ένα γεγονός.
 Βλέπετε ο περισσότερος κόσμος δεν έχει μάθει να σκέφτεται ορθά, αν σκέφτεται και τίποτα άλλο πέρα από τις ανούσιες επιθυμίες του. Οι λίγοι που έχουν μείνει να σκέφτονται συλλογικά, το κάνουν με τον ίδιο τρόπο που ζουν, πηγαίνοντας από το Α στο Β. Ωστόσο ο ορθολογιστικός, γραμμικός τρόπος σκέψης λίγη σχέση έχει να κάνει με τη συλλογική συνείδηση. Σε πιο μεγάλη κλίμακα τα πράγματα αφορούν την συγχώνευση αντιθέτων, και καταστάσεις που στέκονται η μια απέναντι και όχι δίπλα στην άλλη. Ερευνώντας πάνω στις εξαιρετικές περιπτώσεις, διαπιστώσαμε ότι η εξωτερική δράση δεν έρχεται απαραίτητα από εσωτερική κίνηση και το αντίστροφο, ότι η εσωτερική ακινησία δεν οδηγεί απαραίτητα σε εξωτερική αδράνεια. Αν οι ορθολογιστές μπορούσαν να αντιληφθούν την αντίστροφη απλότητα του βάθους, δεν θα πλατείαζαν με την πίστη ότι το να ανοίγει κάποιος το στόμα του, σημαίνει αυτομάτως ότι έχει να πει κάτι. Κι ευτυχώς δηλαδή που είναι έτσι, γιατί τότε το εργαστήριο μας θα έπρεπε να ήταν πολύ μεγαλύτερο και η επικινδυνότητα για το σύστημα σαφώς πιο υψηλή.
   Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τις εξαιρετικές περιπτώσεις. Άνθρωποι που επιτρέπουν και χρησιμοποιούν συνειδητά την εξωτερική τους ακινησία έτσι ώστε να υπάρξει μια εσωτερική κίνηση, μια μεταφορά δεδομένων από το υποσυνείδητο στο ενσυνείδητο. Βέβαια στο εργαστήριο ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτού του είδους η εσωτερική δράση έρχεται έμφυτα ή επίκτητα. Ίσως αυτή η κατανόηση να υπάρχει  εκ των προτέρων, ίσως και να εδραιώνεται μέσα από το απόσταγμα διάφορων εμπειριών μέσα στη ζωή. Ίσως να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα.

συνεχίζεται 

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Μάτια ερμητικά ανοιχτά



   Η ιστορία μας ξεκινάει ένα καταραμένο πρωινό. Δίχως να αντιληφθώ πότε ακριβώς ξύπνησα, συνειδητοποίησα πως δεν γινόταν να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Εντελώς ανεξήγητα το δέρμα που τα σκέπαζε, εξαφανίστηκε. Πλέον ήταν μόνιμα ανοιχτά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Δες εδώ κατάσταση», έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου. Τη μια στιγμή να πέφτεις για ύπνο και την επόμενη να είσαι υποχρεωμένος να ξεχάσεις πώς είναι το σκοτάδι.
   Εντωμεταξύ δεν συμπαθούσα τους γιατρούς. Τους απέφευγα όπως  ο διάολος το λιβάνι. Ίσως να τους φοβόμουν; Ακόμα κι αν ήταν έτσι κώλωνα να το παραδεχτώ. Προτιμούσα να πιστεύω πώς ήταν όλοι τους άσχετοι. Ή μάλλον –και για να είμαι πιο ακριβής, υπερβολικά σχετικοί με το αντικείμενο. Κι όχι με το υποκείμενο της θεραπείας τους. Καριερίστες πιασμένοι στα δίχτυα της άκρατης εξειδίκευσης συνήθιζα να λέω. Θεωρούσα ότι το να βγάζουν αποκρυσταλλωμένες διαγνώσεις και δη με επιπόλαιο τρόπο είναι το μοναδικό πράγμα που έμαθαν να κάνουν. Κάτω από το πρίσμα του νόμου να συνταγογραφούν κάθε λογής βαρβιτουρικά στον άρρωστο κοσμάκη.
   Ήμουν πολύ καχύποπτος με τους γιατρούς. Η οδοντογιατρός που επισκεπτόμουν κατά καιρούς ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε αυτόν τον κανόνα. Τη γούσταρα την οδοντογιατρό μου. Ενώ μου έφτιαχνε τα δόντια αρεσκόταν να μου χαϊδεύει απαλά και με έναν απόκρυφο ερωτισμό τα χείλια. Κάθε σφράγισμα ήταν μια ιστορία γεμάτη πόνο και ηδονή.
   Όμως αυτή τη φορά και στην παράλογη κατάσταση αγρύπνιας στην οποία είχα περιπέσει, είχα έναν επιπρόσθετο, έναν εντελώς καινούργιο φόβο που με απέτρεπε να ζητήσω την ευγενική αρωγή των γιατρών για το θεματάκι μου. Άρχισε να με τρομάζει η λευκή τους μπέρτα. Εγκλωβισμένος όπως ήμουν στο φως, αν έβαζαν κάτι σε μαύρο ίσως με έπειθαν να εξαργυρώσω κάποιες από τις «επιταγές» που αναμφίβολα θα έδιναν. Στην πραγματικότητα ξέρω ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ. Πάντως αν έψαχνα για γιατροσόφι προτιμούσα το παραδοσιακό πατροπαράδοτο ελληνικό προϊόν. Καθόλου δεν με ενοχλούσε που ήταν παράνομο. Απεναντίας οι παραγωγοί του ήταν ντόπιοι και το αποτέλεσμα που επιθυμούσα εγγυημένο. Τουλάχιστον αυτοί δεν μοίραζαν «ακάλυπτες» επιταγές και πάντα φορούσαν μαύρα.
   Για να μη σας τα πολυλογώ, αποφάσισα να περιφρονήσω τους γιατρούς και να βασιστώ σε μια ξεροκέφαλη ακεραιότητα. Δε βαριέσαι, είπα, τι διάολο κάποια στιγμή θα κουραστούν τα μάτια μου και θα κλείνουν όπως πρώτα. Που θα πάει, θα ξεμπλοκάρει το σύστημα. Αργά ή γρήγορα θα πέσουν οι μάσκες.
   Οπωσδήποτε δεν είχα πάρει την όλη υπόθεση και πολύ στα σοβαρά. Δίκοπο μαχαίρι ήταν αυτό. Από τη μια η εικόνα μου έμοιαζε ατσαλάκωτη μιας και αυτό το κουσουράκι δεν είχε αλλοιώσει τη φυσιογνωμία μου. Από την άλλη κανείς δε μπορούσε να αντιληφθεί το βάσανο που περνούσα. Φυσικά και δεν περίμενα να καταλάβουν αυτοί που επιπόλαια σχημάτιζαν συμπεράσματα χρησιμοποιώντας φευγαλέα την προσοχή τους. Αλλά και οι άλλοι που συνήθιζαν να κοιτάζουν προσεκτικά, έντονα και διερευνητικά, αργά ή γρήγορα με περνούσαν για αισθηματία. Αυτοί κατάφερναν να διακρίνουν πως κάτι περίεργο τρέχει με μένα. Ωστόσο έβλεπαν τα μάτια να δακρύζουν και αμέσως πίστευαν στην αδιαμφισβήτητη ευσυγκινησία μου. Παρίσταναν ότι γεννούσα και στους ίδιους μια απροσδόκητη ευαισθησία. Ε λοιπόν πρέπει να σας πω ότι το μελόδραμα που ακολουθούσε, αυτό το αυθόρμητα κάλπικο αίσθημα κατάνυξης με σφυροκοπούσε πιο αλύπητα κι από τους βολβούς των ματιών. Εσύ να καίγεσαι στο πυρ το εξώτερο και οι άλλοι να σε περνούν για γλυκούλη. Να πλάθουν ροζ συννεφάκια και καρδούλες. Να καταναλώνουν την συμπόνια σα σοκολατάκι, απρόσκοπτα να πασαλείφονται με στοργικότητα σα να βουτάνε τηγανιτές πατάτες στο μπολ με το κέτσαπ. Στο μεταξύ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ, μη τυχόν παρασυρθώ και ξεράσω μέσα στα μούτρα τους.
   Ο καιρός περνούσε και το κουσούρι καλά κρατούσε. Συνήθισα να ζω με τα μάτια ερμητικά ανοιχτά. Σταδιακά το τσούξιμο καταλάγιασε, τα μάτια σταμάτησαν να παράγουν ατελείωτο δάκρυ. Εξαντλήθηκαν, τα έδωσαν όλα, η πηγή στέρεψε. «Όχι πια δάκρυα» φώναζα στην αρχή χαρούμενος και πίστευα ότι είχα ξεμπερδέψει με τον πόνο. Όμως αυτά όχι απλά σταμάτησαν να δακρύζουν. Απεναντίας, έφτασαν γρήγορα στην αντίπερα όχθη. Άρχιζαν να ξεραίνονται. Κάθε φορά που γυρνούσα το βλέμμα μου από εδώ κι από εκεί αισθανόμουν κάτι αντίστοιχο όπως όταν τρίβεις μέταλλο πάνω σε μέταλλο. Άλλου είδους πόνος αυτός. Στριφνός, ανατριχιαστικός. Ωστόσο τον προτιμούσα από το τσούξιμο.
   Αναγκάστηκα να αναπροσαρμόσω τον εαυτό μου πάνω στα καινούργια δεδομένα. Διαπίστωσα πως όταν κατόρθωνα να κρατήσω το βλέμμα εντελώς ακίνητο ο πόνος απουσίαζε. Έτσι έμαθα να συγκεντρώνομαι απόλυτα σε ένα πράγμα τη φορά. Ελαχιστοποίησα τα τυχαία βλέμματα, τις ματιές επιβεβαίωσης, τις άσκοπες πόζες. Το εξωτερικό μου σύμπαν μίκρυνε, πέρα από τις βασικές συννενοήσεις δεν ασχολούμουν παρά ελάχιστα με τους γύρω μου, έγινα αντικοινωνικός. Πλέον δε με ένοιαζε και πολύ ο έξω κόσμος. Ξενέρωνα με τις σαχλαμάρες, εκνευριζόμουν με τους μιμητισμούς, αποδοκίμαζα την ηλίθια περηφάνια και την αξιοπρέπεια της μετριότητας. Χωρίς υπερβολές από τότε που σταμάτησα να ψάχνω έξω άρχισα να βρίσκω μέσα ένα ολόκληρο σύμπαν.
   Βρήκα και μια συνταγή να ανταπεξέρχομαι στις επιταγές της κοσμικότητας. Σπανίως επέλεγα να βρίσκομαι στην επιφάνεια, σε αφρώδεις πραγματικότητες. Όμως υπήρχαν στιγμές που έπρεπε να βγάλω τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις και δεν ήθελα να γίνομαι παράξενος, ούτε και να με περνάνε για αυτιστικό. Υποχρεώθηκα να αποδυναμώσω τις πεποιθήσεις που υποστήριζα, να πάω στο φαρμακείο και να αγοράσω μια μεγάλη κούτα με φυσικά δάκρυα. Έβρεχα λιγάκι τις κόρες των ματιών και μπορούσα εύκολα να παριστάνω ότι είμαι σαν τους άλλους. Άλλαζα αστραπιαία το βλέμμα, προσπαθούσα να ελέγξω την εικόνα που έβγαζα προς τα έξω, κοίταζα να είμαι φυσιολογικός και αρεστός, φλυαρούσα με όποιον έβρισκα μπροστά μου, πετούσα από το ένα θέμα στο άλλο παριστάνοντας το ελεύθερο πνεύμα, πολλές φορές έκανα ότι δεν άκουγα, άλλες φορές πάλι κρυφάκουγα. Γενικά όποτε ένιωθα κρυάδες έκανα ότι κάνουν και οι άλλοι. Τις ζέσταινα γελώντας αυθόρμητα. Άλλωστε σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δε δυσκολεύεται να βγάλει αληθινό γέλιο. Ο ένας κοροϊδεύει τον άλλον και όλοι γελάνε με όλους.
   Πέρασαν μέρες, μήνες, εβδομάδες και χρόνια. Μη με ρωτήσετε πόσα. Ούτε και θυμάμαι. Στο μεταξύ ξέχασα να σας πω το πιο σημαντικό, για το θέμα του ύπνου. Την πρώτη μέρα του συμβάντος αποφάσισα να μην κοιμηθώ καθόλου, να το πάρω σερί. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Άντεξα και δεύτερη μέρα. Την τρίτη μέρα εξαντλημένος κι ενώ πάσχιζα να διευρύνω τις φυσικές μου αντοχές διαπίστωσα το εξής εκπληκτικό. Κουρασμένος όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ενώ η θέληση μου έδινε την ύστατη μάχη με την υπνηλία, με πήρε ο ύπνος με ορθάνοιχτα τα μάτια. Αδυνατούσα να ξεχωρίσω αν όντως κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος μέσα σε όνειρο. Τι να σας πω. Πλέον δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Μετά από μερικά χρόνια μέσα σε αυτή την κατάσταση ακόμα δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τη διαφορά μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Τι σημαίνει πραγματικότητα και τι όνειρο.  
   Ωστόσο πεθυμούσα το αληθινό σκοτάδι. Έψαξα παντού, δοκίμασα τα πάντα. Άρχισα να κάνω υπερβολές. Μεθούσα, δοκίμασα ναρκωτικά, έκανα τυφλό σεξ. Ήταν όλα δυσανάλογα εφήμερα σε σχέση με το σκότος που αναζητούσα και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να υποστώ και τις παρενέργειες τους. Χάσιμο χρόνου διαπίστωσα, οι χαζοκραιπάλες είναι ένα κάλπικο πισωγύρισμα συμπέρανα. Απογοητεύτηκα. Σκοτάδι ζητούσα ο ταλαίπωρος όχι να σαπίσω, να καταντήσω νωθρός.
   Επέμεινα να πειραματίζομαι και τελικά βρήκα αυτό που αναζητούσα. Ανεξάρτητα από το αν το φεγγάρι είχε τα κέφια του, κατέβαινα στην παραλία για μπάνιο. Ξανοιγόμουν στα άπατα και κοίταζα κάτω στο βυθό. Βρέθηκε επιτέλους τρόπος να προσεγγίζω το αληθινό σκοτάδι και πάλι. Απόλυτη, πυκνή άβυσσος κι εγώ να κολυμπάω αμέριμνος στην επιφάνεια από εδώ κι από εκεί. Βέβαια όταν έπιανε χειμώνας ήταν σαφώς πιο δύσκολα, το κρύο καθιστούσε το όλο εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο. Ήταν τσουχτερό και –για ευνόητους λόγους, αναμφίβολα χαλιόμουν. Παρ΄όλα αυτά δεν άργησα να το συνηθίσω και να μην του δίνω και πολύ σημασία. Κι αν καμιά φορά κουραζόμουν με την ακεραιότητα της αβύσσου, δεν είχα παρά να γυρίσω ανάσκελα και να απολαύσω τον ουρανό και τα αστέρια του. Έστω αυτά τα λίγα που φαίνονταν με γυμνό μάτι. Κάπου είχα διαβάσει ότι όσο πιο πυκνό είναι το σκοτάδι κάτω, τόσο πιο πολλά φώτα βλέπεις επάνω. Γι’ αυτό προτιμούσα να κολυμπάω σε απόμερες, σε ερημικές παραλίες.
   Αυτό ήταν όλο. Αν κάποιος ψάξει για τέλος δύσκολα θα βρει, από τη στιγμή που όλα αυτά συνέβησαν τυχαία, άσκοπα, χωρίς κάποιο ευδιάκριτο σημείο εκκίνησης, δίχως αρχή. Ίσως πάνω από όλα τελικά να βρίσκεται ο νόμος του τυχαίου. Ή μήπως όχι?

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Οι τρεις δάσκαλοι (στο μεταίχμιο)

   


   Η φιγούρα σταμάτησε τη ροή του λόγου και πήρε μια βαθιά ανάσα.

   Το φως μιας διπλής αστραπής γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο από το παράθυρο που βρισκόταν παράλληλα με αυτούς και δίπλα στο τζάκι. Το δεξιό προφίλ της φιγούρας που ολοκλήρωσε τις σκέψεις της και το αριστερό προφίλ της φιγούρας-ακροατή φωτίστηκαν στιγμιαία. Ο Σ. παρέμενε ως είχε, ακίνητος, με την πλάτη κόντρα στον καναπέ και σε αντίθετη φορά σε σχέση με τις φιγούρες. Η στιγμιαία διπλή αναλαμπή φωτός του επέτρεψε πρώτα να δει κι ύστερα να επαληθεύσει την εικόνα της κλειστής πόρτας που βρισκόταν  απέναντι στο δωμάτιο. Η πόρτα βρισκόταν στο αρχικό σημείο της ονειρικής του ενθύμησης. Στο ίδιο σημείο που στεκόταν όταν ξεκίνησε να περπατά γονατιστά μέχρι να θρονιαστεί πίσω από τον καναπέ.

   Η λάμψη τον μπέρδεψε. Σε πρώτο χρόνο πίστεψε ότι κάποιος πείραξε τον διακόπτη του πολυέλαιου που κρεμόταν αγέρωχος πάνω από τα κεφάλια τους. Ωστόσο οι φιγούρες δεν ακούστηκαν να κινούνται στο χώρο. Ούτε υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο δωμάτιο. Γι’ αυτό ήταν βέβαιος. Επομένως που να βρισκόταν αυτός ο διακόπτης αν όχι κάπου εξαιρετικά κοντά τους? Πώς όμως ήταν δυνατόν όπως κάθονταν αμετακίνητοι στη θέση τους και μακριά από τοίχους να έχουν πρόσβαση σε διακόπτες και φώτα?

   «Κατάρα!» ψέλλισε από μέσα του. Με τη φαντασία του έφτιαξε το πιθανότερο, το πιο ορθολογικό σενάριο που θα μπορούσε να σχετίζεται με την πραγματικότητα. Πράγματι ίσως οι φιγούρες να έπαιζαν με το φως προσμένοντας μια ενστικτώδη κίνηση, μια παρορμητική αντίδραση. Ίσως και να είχαν αφουγκραστεί την παρουσία του χωρίς να τον δουν. Ίσως και το σύρσιμο μέχρι τον καναπέ να ήταν αρκετά άγαρμπο ώστε να τους έδωσε το ερέθισμα ή την υποψία της ανεπαίσθητη κίνησης του. Πόσο κρίμα! Είχε βάλει τα δυνατά του ώστε να παραμείνει απαρατήρητος! Μάλιστα για να είναι σίγουρος, είχε καταλαγιάσει μέχρι και τον ρυθμό της αναπνοής του. Ήξερε πως το να κρατήσει ακίνητο κι αθόρυβο το σώμα του δεν δεν θα μπορούσε από μόνο του να είναι αρκετό. Η παραμικρή ένταση και η χροιά της αναπνοής έφταναν και περίσσευαν για να προδώσουν την παρουσία του στο χώρο. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές από μέρους του να υποτιμήσει την οξύτητα της ακοής των δύο μορφών που επεξεργάζονταν με εξονυχιστικό τρόπο ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια.
   Οι φαντασιακοί συνειρμοί του Σ. διακόπηκαν βίαια από τον εκκωφαντικό ορυμαγδό της βροντής που με χαρακτηριστική καθυστέρηση συνόδευσε την διπλή λάμψη της καταιγίδας. Ο Σ. κοίταξε κατάματα τις ψευδαισθήσεις του. Ο αργοπορημένος ήχος της βροντής τον έκανε να συνειδητοποιήσει την προέλευση του φωτός, την φυσικότητα της διπλής λάμψης που προηγήθηκε. Ακολούθησε απόλυτη σιωπή.

  Η πρώτη φιγούρα απλώθηκε -σχεδόν ξάπλωσε, εξαντλημένη καθώς ήταν στην καρέκλα. Εφόσον είχε ξεμπερδέψει με τους στοχασμούς της, τέντωσε τα πόδια με ανακούφιση. Ολοκληρώνοντας αυτά που είχε να πει, σαν να άδειασε. Ο Σ. πλέον είχε γουρλώσει τα μάτια του με έναν τρόπο που δύσκολα ξεχώριζες αν αυτό που αισθανόταν ήταν δέος, τρόμος ή σύγχυση. Η δυνατή βροντή τον έφερε στα συγκαλά του. Η κακή φαντασία που φοβικά είχε πλάσει στο μυαλό του γκρεμίστηκε μεμιάς. Θα έλεγες ότι τώρα πάλευε να ανακαλέσει στο θυμικό του όλα αυτά που ακούστηκαν πριν λίγο, τα λόγια της πρώτης φιγούρας. Δεν κατάφερε να θυμηθεί συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Μα σαν να φυτεύτηκε στην καρδιά του ένας σπόρος από αυτή την καθάρια αν και απόκοσμη αίσθηση. Παραδόξως, είχε ακούσει τόσο προσεκτικά τη φιγούρα που στο τέλος δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Βάλθηκε λοιπόν να ποτίσει την αίσθηση που απορρόφησε με υπομονή και φροντίδα για να δει τι θα φύτρωνε. Για να δει τι βλαστάρια θα έβγαζε αργότερα η σκέψη του. 
   Καθόλου δεν τον ενοχλούσε πια η υπερβολική ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο. Ήταν τόσο βυθισμένος πια στον εαυτό του που έμοιαζε με μεθυσμένο, σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά του.
   Η δεύτερη φιγούρα κουνήθηκε λίγο από τη θέση της και -διαλύοντας την ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο, πήρε το λόγο. Ο Σ. αναγκάστηκε να βάλει παύση στη βαθιά  περισυλλογή και ρίχτηκε πάλι να κρυφακούσει.

Συνεχίζεται…

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Οι τρεις δάσκαλοι ( Α' Μέρος)




 


   Ο Σ. άργησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είχε μεσημεριάσει. Έμοιαζε με άγραφο κανόνα, αν δεν ήταν πρωινός στη δουλειά αδυνατούσε να σηκωθεί νωρίς. Παλιότερα δεν έδινε και πολύ σημασία, όταν όμως διαπίστωσε πως αυτή η κακή συνήθεια στοίχειωσε τα πρωινά του, άρχισε να τα βάζει με τον ίδιο. Το οξύμωρο ήταν πως δεν τον ένοιαζε τόσο το "χαμένο" πρωινό, η ζωή που έτρεχε ενώ αυτός χουζούρευε κάτω από τα σεντόνια του. Όχι. Τον τσίγκλαγε η αίσθηση ανημποριάς, η έλλειψη θέλησης. Το χούι του υπναρά δεν έσπαγε με τίποτα. Τον ενοχλούσε που κατέληγε πάντα στον ίδιο μονότονο δρόμο χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να βαδίσει και τον αντίθετο του, να είναι έστω και λίγο σαν και αυτούς τους ενθουσιώδεις πρωινούς τύπους ανθρώπων. Κι εφόσον αυτό το γαϊτανάκι κρατούσε από τα παιδικά του χρόνια, μετά από ατελείωτες επαναλήψεις του πρωινού μοτίβου που, επειδή δεν υποχρεούταν να ξυπνήσει νωρίς δεν το έκανε, αυτή η αδυναμία πήρε στη συνείδηση του το σχήμα ενός αξεπέραστου, ενός αθεράπευτου ελαττώματος. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι κατά βάθος το λάτρευε, το απολάμβανε να κοιμάται και να ξεκουράζεται όταν τον έπαιρνε. Κι έτσι ενώ παραδινόταν χωρίς όρια σε αυτή την κακή συνήθεια, ωστόσο δε μπορούσε να αποφύγει τη μυρωδιά της ενοχής που τον συνόδευε όταν ξυπνούσε. Μια μυρωδιά που πήγαζε από μια ανεξερεύνητη πλευρά του. Αυτή που ήθελε να σπάσει αυτό που έφτασε να μοιάζει με καταραμένο ξόρκι. Άλλωστε ήξερε πως για ένα τόσο -τουλάχιστον θεωρητικά και στα χαρτιά- αστείο ζήτημα, αν πραγματικά το ήθελε θα μπορούσε επιτέλους μια μέρα να γίνει ένας κλασσικός πρωινός τύπος.
   Τσέκαρε το κινητό του. Η ώρα ήταν 11:11. Έστρωσε μηχανικά το κρεβάτι και περπάτησε για το μπάνιο. Ξαφνικά σταμάτησε, κοίταξε ψηλά στο ταβάνι και χωρίς ίχνος δισταγμού φώναξε παθιασμένα: "βούλωσε το διάολε, το έχω μάθει απ' έξω κι ανακατωτά το εργάκι σου, αρκετά". Ένιωσε μια κάψα και σα να τον κυρίευσε κάτι άλλο, πήρε κοφτά μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε. Προχώρησε προς στο μπάνιο με ψύχραιμο βήμα..
   Του άρεσε να μιλάει φωναχτά στον εαυτό του. Γνώριζε βέβαια πως ήταν κάπως περίεργο μα συχνά πυκνά συνήθιζε να "σκέφτεται φωναχτά" όταν ήταν μόνος. Μάλιστα ήταν βέβαιος πως αυτό που εν τέλει ξεστόμιζε δεν ήταν προϊόν επεξεργασμένης σκέψης. Κάπως έκπληκτος είχε παρατηρήσει πως όταν έκανε αυτά τα συνειδησιακά "ηλεκτροσόκ"στον εαυτό του, αυτό που σκεφτόταν με αυτό που έλεγε δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Στην πραγματικότητα δεν τον ανησυχούσε τόσο που μιλούσε μόνος σα τον τρελό όσο το συμπέρασμα ότι η ίδια του η σκέψη έμοιαζε να του βάζει άσκοπα εμπόδια, αυτή και το κάλπικο δράμα της.
   Έπλυνε τα μούτρα του, σκουπίστηκε, έπιασε την οδοντόβουρτσα. Βουρτσίζοντας τα δόντια ανασήκωσε τα μάτια του και με άδειο βλέμμα κοίταξε τον καθρέφτη. "Ποιος είσαι? Ο ψυχαναγκαστικός τελειομανής που γκρινιάζει για τις ατελείωτες ατέλειες? Ή μήπως αυτός που βλέπει την γενική εικόνα, αποδέχεται και προχωράει παρακάτω?"
   Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση όταν αναπάντεχα του ήρθε στο θυμικό ένα όνειρο που έβλεπε λίγο πριν ξυπνήσει. Ήταν φρέσκο, έντονο και βαθύ. Σταμάτησε την οδοντόβουρτσα, έμεινε ακίνητος και κάνοντας συνειδησιακό άλμα, βούτηξε μέσα του.


   Βρέθηκε σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο. Ανασήκωσε το βλέμμα του φευγαλέα, ξανακοίταξε το ταβάνι. Αναγκάστηκε να τεντώσει "στο τέρμα" το λαιμό του, ο τοίχος πάνω από το κεφάλι του ήταν παράλογα καμπυλωμένος, θύμιζε θόλο. Το δωμάτιο ήταν επιβλητικό, ο χώρος είχε μια μεσαιωνική χροιά και η ατμόσφαιρα ήταν παράλογα καθάρια για εσωτερικό χώρο. Αν τον ρωτούσαν, με κλειστά τα μάτια θα μάντευε ότι βρίσκεται σε κάποιο δάσος, κάπου στη φύση κι όχι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους. Πήρε κοφτά μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε μπροστά του. Στην απέναντι γωνία και δίπλα σε ένα τζάκι που σχεδόν είχε σβήσει, ίσα που ξεχώριζαν από το αμυδρό φως της θράκας δύο φιγούρες. Κάθονταν αντικριστά και σκυμμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Έμοιαζε να συζητούσαν κάτι σοβαρό. Ο Σ. δίχως να το πολυσκεφτεί πλησίασε μήπως μπορέσει να κρυφακούσει. Έπεσε στα γόνατα και προχώρησε προσεκτικά το ξεφτισμένο χαλί που απλωνόταν σε όλο το χώρο. Κόλλησε πίσω από την πλάτη του καναπέ που ήταν σχεδόν δίπλα τους, περίπου δύο μέτρα απόσταση. Πίστεψε ότι κατάφερε να μην γίνει αντιληπτός. Για να βεβαιωθεί, σταμάτησε για λίγο την ανάσα του και αφουγκράστηκε τις μορφές που συνέχιζαν να μιλούν αμέριμνες. Ευτυχώς γι' αυτούς δεν τον κατάλαβαν. Ποιος ξέρει -εφόσον τους διέκοπτε, αν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τον ειρμό των σκέψεων τους μετά την απροσδόκητη ταραχή μιας ξένης παρουσίας στο χώρο! Κι ύστερα ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί πως αν κι εφόσον τελικά δε σοκάρονταν κι ήταν άνετοι με την ξένη παρουσία, θα εξακολουθούσαν να μιλούν με τον τρόπο και για το θέμα που συνδιαλέγονταν εκείνη τη στιγμή? Γι' αυτό και ο Σ. δεν θα τολμούσε να ξεμυτίσει, να ρισκάρει να τον "πάρουν πρέφα" μόνο και μόνο για να δει την εικόνα τους. Εκεί και σε μια στιγμή κακής περιέργειας ίσως και να τελείωναν όλα άδοξα. Όχι. Και μόνο που κρυφάκουγε αυτά που έλεγαν του αρκούσε. Έκλεισε τα μάτια για να ακούει καλύτερα κι έστρεψε την προσοχή του στις φωνές τους.





"...κι έχω την εντύπωση πως κρίνεις κι ασχολείσαι υπερβολικά με την εικόνα των πράξεων σου. Μοιραία λοιπόν και χωρίς να το θες, η αντίδραση της δράσης αυτής σε αναγκάζει να παραφουσκώνεις τα θετικά και να παραμελείς τα αρνητικά. Η έμφυτη αισιοδοξία που αδιαμφισβήτητα έχεις στην πίστη ότι μπορείς να είσαι καλύτερος παραμένει στο θα, σε μια μελλοντική κατάσταση όπου όλα είναι καλύτερα, πιο ευχάριστα και πιο ρόδινα. Ωστόσο όλα αυτά παραμένουν στον αέρα, σου λείπει η γείωση. Βγάζεις ένα χαρακτήρα που φτάνει να ξέρει ότι μπορεί χωρίς στην πραγματικότητα να μπορεί εμπράκτως. Κι αυτό δε συμβαίνει τόσο επειδή βαριέσαι ή τεμπελιάζεις να υπηρετήσεις το ρόλο που σου έχει ανατεθεί. Θεωρώ πως είσαι μακράν το καταλληλότερο άτομο γι' αυτή τη δουλειά. Η οξύτητα της μικροσκοπικής σου ματιάς είναι αξεπέραστη. Με το δίκιο σου όμως πλήττεις κι εφόσον κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος πάνω στο μικροσκόπιο, μπλέκεσαι σε ξένες υποθέσεις και σε φαντασιακές καταστάσεις μόνο και μόνο για να τραντάξεις τη μονοτονία σου. Γιατί αρνείσαι, γιατί δεν υποτάσσεσαι στο χαραγμένο μονοπάτι που βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου? Tι άραγε προσπαθείς να αποδείξεις?
   Κατά κάποιον τρόπο, δυστυχώς, γνωρίζεις πολλά περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα που χρειάζονται για να εκπληρωθεί ο σκοπός σου. Και λέω δυστυχώς γιατί ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι με κάποια ανορθόδοξη τεχνοτροπία όντως εκπλήρωνες την παράλογη ουτοπία που έχεις σφηνώσει στο μυαλό σου, μια ουτοπία που εκτός από εσένα κανείς δεν πιστεύει στην υλοποίηση της, έστω λοιπόν ότι αυτό το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά, σε καμία περίπτωση δε θα ήταν όπως το φαντάστηκες πρωταρχικά. Κι αυτό γιατί αν σκάψεις λίγο τη μνήμη σου, όλα ξεκίνησαν από ένα σπάνιο είδος σοβινισμού που σκέπασε τις σκέψεις, τις πράξεις και το ενδιαφέρον σου. Αν με ανάγκαζες να μαντέψω, θα έλεγα ότι ακόμα κι αν έδεναν όλα αυτά, ίσως στο τέλος κατέληγαν να προσλαμβάνονταν μόνο ως μια επίδραση. Θα εγκλωβίζονταν στη σφαίρα των εντυπώσεων, σε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις ατελείωτες λεπτομέρειες που υπηρέτησες όλο αυτό τον καιρό και στο απόσταγμα του τελικού αποτελέσματος. Ακόμα κι αν ένα τζίνι εκπλήρωνε ως δια μαγείας όλες σου τις επιθυμίες, αυτό δε σημαίνει πως επειδή έφτασες εκεί που θες, θα φτάσεις αυτόματα και στη λύτρωση σου.
   Ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις, δεν υπονοώ ότι στ' αλήθεια θέλεις να τα κάνεις όλα αυτά απλά και μόνο για να προξενήσεις εντυπώσεις. Ξαναλέω, δεν αμφιβάλλω πως το μόνο που σε ενδιαφέρει πραγματικά είναι η λύτρωση σου. Άλλωστε αν διψούσες για αποδοχή δε θα άντεχες να ζεις σα να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο. Θυσιάστηκες. Συρρικνώθηκες για να μπορείς να βλέπεις μεγεθυσμένες και με καθαρό τρόπο λεπτομέρειες που στους περισσότερους φαντάζουν αόρατες. Γιατί λοιπόν σκοτίζεσαι και γι' αυτό? Τι σημασία έχει αν οι πολλοί αδυνατούν ή στερούνται της θέλησης να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που είναι και στην προσωπικότητα τους? Ή μήπως πιστεύεις πως η φύση των περισσότερων είναι εναρμονισμένη με τις προσταγές του απώτερου μέλλοντος?
   Είναι αχρείαστο να αναφέρω -το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα, ότι μέλλον και παρελθόν είναι δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνεπώς μην ξεχνάς και μην περιφρονείς τις παλιές κατακτήσεις, τα παλιά σου γαλόνια. Πρέπει να δείξεις υπομονή και ψυχραιμία, η αγωνία για ένα καλύτερο μέλλον σκεπάζει τη δίψα σου για νέες πηγές. Η ανάγκη για ασφάλεια υποθάλπει τη λαχτάρα σου για περιπέτεια. Αν πρωτίστως βασιστείς  στην ανάγκη να κρατιέσαι από κάπου, ακόμα κι αν αυτό το βαφτίσεις όμορφη ελπίδα, σίγουρα δεν πρόκειται να σε βοηθήσει καθώς ακροβατείς στο τεντωμένο σχοινί της παρούσας στιγμής.
   Κι αν υπάρχει κάποιου είδους ανάγκη -που σαφώς υπάρχει, αυτή θα ήταν να βρεις το θάρρος να εξημερώσεις κι όχι να εξουδετερώσεις τις ανασφάλειες που φυσιολογικά και αναμφίβολα θα προκύψουν στην πορεία. Θα πρέπει να είσαι απόλυτα προετοιμασμένος να ανταπεξέλθεις στις κακοτοπιές αν τύχει και παραπατήσεις, αν χάσεις την ισορροπία σου. Έχε το στο πίσω μέρος του μυαλού σου αυτό καθώς προχωράς σταθερά το βήμα σου, καθώς βαδίζεις στο δικό σου προσωπικό ρυθμό.
   Μην σου περνάει από το μυαλό ότι κάνεις αγγαρεία, είναι άσκοπο να πιέζεις τον εαυτό σου να προσέχει και να συγκεντρώνεται. Και βέβαια μην περάσεις στο άλλο άκρο και σε πιάσει τρέμουλο. Τσάμπα και βερεσέ θα εξουδετερωθεί η δύναμη που έχεις να επιμένεις. Όλα αυτά στα λέω αφού αρκετά αργότερα και όταν θα έχεις κατακτήσει το δόγμα του σοκ, θα μπορείς να αλλάζεις σε όποια μορφή θες, με το πάτημα ενός διακόπτη,χωρίς άγχος και χωρίς παρενέργειες.
   Αλλά αυτή τη στιγμή με τα τωρινά δεδομένα και στην άσχημη κατάσταση που έχεις περιέλθει, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Η αφοσίωση σου εκφυλίστηκε, μεταμορφώθηκε σε εμμονή. Πλέον σκύβεις το κεφάλι με δουλοπρέπεια, βυθίζεσαι σα να μην υπάρχει αύριο, στερείσαι κριτικής σκέψης, δεν έχεις ίχνος αισθητικής, μάλλον έχεις ξεχάσει πως να βάζεις όπισθεν στα αδιέξοδα. Δε θα ήταν καθόλου κακό αν σποραδικά μου επέτρεπες να πάρω κι εγώ μια ανάσα. Τώρα θα αρχίσεις να βλέπεις τις παρενέργειες του υπερβολικού ελέγχου και της τυφλής πίστης που σε διακατέχουν. Για να πεις τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη θα πρέπει να γνωρίζεις σε τι αντιστοιχεί το καθένα από αυτά. Αν λοιπόν θες να έχεις καθαρή εικόνα για τον εαυτό σου ενώ εξακολουθείς να έχεις ποιότητα στο έργο σου, να ξεχνιέσαι και λίγο επιτρέποντας μου -σε συγκεκριμένες στιγμές, να θυμάμαι εγώ και για τους δύο μας."

συνεχίζεται...


 

















   

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ανακαλύπτωντας τον Prokofiev






 

   H μουσική του Prokofiev περικλείεται από ατελείωτες διαφωνίες. Συνειρμική, αφηρημένη και πλασμένη με ασαφή λογικά στοιχεία. Άλλοτε αινιγματικά αργή άλλοτε με δαιμονιώδη ταχύτητα, πότε εσωστρεφής αναδεικνύει το θαμπό σκοτάδι άλλες φορές σαρκαστικά εξωστρεφής και ειρωνική, ατέρμονα κινείται γύρω από έναν άξονα, από ένα κέντρο αδιάκοπου ελέγχου. Σκέψεις που μοιάζουν κυνικώς ουδέτερες, παραλίγο θετικές, σχεδόν αρνητικές. Ιδέες που βρίσκονται στον αέρα, ατέρμονα κινούμενες γύρω από μια λύση δίχως εν τέλη να γειώνονται.
   Η δύναμη των συνθέσεων του Prokofiev είναι αυτοαναφορική, μια επεξηγηματική μουσική που αδιάκοπα παρατηρεί, ερμηνεύει και απολογείται στον εαυτό της, μια ενέργεια που περισσότερο σου ζητά παρά σου προσφέρει, ένας αλλόκοτος κόσμος που θα σε απομυζήσει εκτός αν εθελούσια προσφέρεις ολοκληρωτικά την προσοχή σου, αν βρεις στοιχεία αυτού του γεμάτου από εκλογικευμένη αγωνία κόσμου σε ανεξερεύνητα, σε άβατα μέρη του εαυτού σου.
   Φαινομενικά ανήμπορος να σου προσφέρει κάτι πέρα από άλυτους γρίφους και δαιδαλώδης λαβυρίνθους, η διάνοια της μουσικής του Prokofiev καλεί να στοχαστείς και να σκεφτείς παρά να απολαύσεις και να χαρείς τη στιγμή. Τα έργα του απενεργοποιούν την ανάγκη για επαναλήψεις, για σιγουριά κι επιβεβαίωση. Καταργώντας τον λογικό, γραμμικό ειρμό σκέψης σε καλωσορίζουν σε ένα καφκικό περιβάλλον, όπου ελάχιστα έχεις να θυμάσαι στο τέλος πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αίσθησης του παραλόγου.
  Η μουσικότητα του Prokofiev, ιδιοφυής και ταυτόχρονα σχιζοειδής, φέρνει στην επιφάνεια την ρευστή αδιάκοπη σκέψη σε συνδυασμό με το σταθερά ακανόνιστο συναίσθημα. Καταδεικνύει την ασυμβίβαστη, εμμονικά αναλυτική πλευρά της ανθρώπινη φύσης που πεισματικά αρνείται τις εύκολες λύσεις και τολμά να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με το χάος.