Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Μάτια ερμητικά ανοιχτά



   Η ιστορία μας ξεκινάει ένα καταραμένο πρωινό. Δίχως να αντιληφθώ πότε ακριβώς ξύπνησα, συνειδητοποίησα πως δεν γινόταν να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Εντελώς ανεξήγητα το δέρμα που τα σκέπαζε, εξαφανίστηκε. Πλέον ήταν μόνιμα ανοιχτά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Δες εδώ κατάσταση», έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου. Τη μια στιγμή να πέφτεις για ύπνο και την επόμενη να είσαι υποχρεωμένος να ξεχάσεις πώς είναι το σκοτάδι.
   Εντωμεταξύ δεν συμπαθούσα τους γιατρούς. Τους απέφευγα όπως  ο διάολος το λιβάνι. Ίσως να τους φοβόμουν; Ακόμα κι αν ήταν έτσι κώλωνα να το παραδεχτώ. Προτιμούσα να πιστεύω πώς ήταν όλοι τους άσχετοι. Ή μάλλον –και για να είμαι πιο ακριβής, υπερβολικά σχετικοί με το αντικείμενο. Κι όχι με το υποκείμενο της θεραπείας τους. Καριερίστες πιασμένοι στα δίχτυα της άκρατης εξειδίκευσης συνήθιζα να λέω. Θεωρούσα ότι το να βγάζουν αποκρυσταλλωμένες διαγνώσεις και δη με επιπόλαιο τρόπο είναι το μοναδικό πράγμα που έμαθαν να κάνουν. Κάτω από το πρίσμα του νόμου να συνταγογραφούν κάθε λογής βαρβιτουρικά στον άρρωστο κοσμάκη.
   Ήμουν πολύ καχύποπτος με τους γιατρούς. Η οδοντογιατρός που επισκεπτόμουν κατά καιρούς ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε αυτόν τον κανόνα. Τη γούσταρα την οδοντογιατρό μου. Ενώ μου έφτιαχνε τα δόντια αρεσκόταν να μου χαϊδεύει απαλά και με έναν απόκρυφο ερωτισμό τα χείλια. Κάθε σφράγισμα ήταν μια ιστορία γεμάτη πόνο και ηδονή.
   Όμως αυτή τη φορά και στην παράλογη κατάσταση αγρύπνιας στην οποία είχα περιπέσει, είχα έναν επιπρόσθετο, έναν εντελώς καινούργιο φόβο που με απέτρεπε να ζητήσω την ευγενική αρωγή των γιατρών για το θεματάκι μου. Άρχισε να με τρομάζει η λευκή τους μπέρτα. Εγκλωβισμένος όπως ήμουν στο φως, αν έβαζαν κάτι σε μαύρο ίσως με έπειθαν να εξαργυρώσω κάποιες από τις «επιταγές» που αναμφίβολα θα έδιναν. Στην πραγματικότητα ξέρω ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ. Πάντως αν έψαχνα για γιατροσόφι προτιμούσα το παραδοσιακό πατροπαράδοτο ελληνικό προϊόν. Καθόλου δεν με ενοχλούσε που ήταν παράνομο. Απεναντίας οι παραγωγοί του ήταν ντόπιοι και το αποτέλεσμα που επιθυμούσα εγγυημένο. Τουλάχιστον αυτοί δεν μοίραζαν «ακάλυπτες» επιταγές και πάντα φορούσαν μαύρα.
   Για να μη σας τα πολυλογώ, αποφάσισα να περιφρονήσω τους γιατρούς και να βασιστώ σε μια ξεροκέφαλη ακεραιότητα. Δε βαριέσαι, είπα, τι διάολο κάποια στιγμή θα κουραστούν τα μάτια μου και θα κλείνουν όπως πρώτα. Που θα πάει, θα ξεμπλοκάρει το σύστημα. Αργά ή γρήγορα θα πέσουν οι μάσκες.
   Οπωσδήποτε δεν είχα πάρει την όλη υπόθεση και πολύ στα σοβαρά. Δίκοπο μαχαίρι ήταν αυτό. Από τη μια η εικόνα μου έμοιαζε ατσαλάκωτη μιας και αυτό το κουσουράκι δεν είχε αλλοιώσει τη φυσιογνωμία μου. Από την άλλη κανείς δε μπορούσε να αντιληφθεί το βάσανο που περνούσα. Φυσικά και δεν περίμενα να καταλάβουν αυτοί που επιπόλαια σχημάτιζαν συμπεράσματα χρησιμοποιώντας φευγαλέα την προσοχή τους. Αλλά και οι άλλοι που συνήθιζαν να κοιτάζουν προσεκτικά, έντονα και διερευνητικά, αργά ή γρήγορα με περνούσαν για αισθηματία. Αυτοί κατάφερναν να διακρίνουν πως κάτι περίεργο τρέχει με μένα. Ωστόσο έβλεπαν τα μάτια να δακρύζουν και αμέσως πίστευαν στην αδιαμφισβήτητη ευσυγκινησία μου. Παρίσταναν ότι γεννούσα και στους ίδιους μια απροσδόκητη ευαισθησία. Ε λοιπόν πρέπει να σας πω ότι το μελόδραμα που ακολουθούσε, αυτό το αυθόρμητα κάλπικο αίσθημα κατάνυξης με σφυροκοπούσε πιο αλύπητα κι από τους βολβούς των ματιών. Εσύ να καίγεσαι στο πυρ το εξώτερο και οι άλλοι να σε περνούν για γλυκούλη. Να πλάθουν ροζ συννεφάκια και καρδούλες. Να καταναλώνουν την συμπόνια σα σοκολατάκι, απρόσκοπτα να πασαλείφονται με στοργικότητα σα να βουτάνε τηγανιτές πατάτες στο μπολ με το κέτσαπ. Στο μεταξύ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ, μη τυχόν παρασυρθώ και ξεράσω μέσα στα μούτρα τους.
   Ο καιρός περνούσε και το κουσούρι καλά κρατούσε. Συνήθισα να ζω με τα μάτια ερμητικά ανοιχτά. Σταδιακά το τσούξιμο καταλάγιασε, τα μάτια σταμάτησαν να παράγουν ατελείωτο δάκρυ. Εξαντλήθηκαν, τα έδωσαν όλα, η πηγή στέρεψε. «Όχι πια δάκρυα» φώναζα στην αρχή χαρούμενος και πίστευα ότι είχα ξεμπερδέψει με τον πόνο. Όμως αυτά όχι απλά σταμάτησαν να δακρύζουν. Απεναντίας, έφτασαν γρήγορα στην αντίπερα όχθη. Άρχιζαν να ξεραίνονται. Κάθε φορά που γυρνούσα το βλέμμα μου από εδώ κι από εκεί αισθανόμουν κάτι αντίστοιχο όπως όταν τρίβεις μέταλλο πάνω σε μέταλλο. Άλλου είδους πόνος αυτός. Στριφνός, ανατριχιαστικός. Ωστόσο τον προτιμούσα από το τσούξιμο.
   Αναγκάστηκα να αναπροσαρμόσω τον εαυτό μου πάνω στα καινούργια δεδομένα. Διαπίστωσα πως όταν κατόρθωνα να κρατήσω το βλέμμα εντελώς ακίνητο ο πόνος απουσίαζε. Έτσι έμαθα να συγκεντρώνομαι απόλυτα σε ένα πράγμα τη φορά. Ελαχιστοποίησα τα τυχαία βλέμματα, τις ματιές επιβεβαίωσης, τις άσκοπες πόζες. Το εξωτερικό μου σύμπαν μίκρυνε, πέρα από τις βασικές συννενοήσεις δεν ασχολούμουν παρά ελάχιστα με τους γύρω μου, έγινα αντικοινωνικός. Πλέον δε με ένοιαζε και πολύ ο έξω κόσμος. Ξενέρωνα με τις σαχλαμάρες, εκνευριζόμουν με τους μιμητισμούς, αποδοκίμαζα την ηλίθια περηφάνια και την αξιοπρέπεια της μετριότητας. Χωρίς υπερβολές από τότε που σταμάτησα να ψάχνω έξω άρχισα να βρίσκω μέσα ένα ολόκληρο σύμπαν.
   Βρήκα και μια συνταγή να ανταπεξέρχομαι στις επιταγές της κοσμικότητας. Σπανίως επέλεγα να βρίσκομαι στην επιφάνεια, σε αφρώδεις πραγματικότητες. Όμως υπήρχαν στιγμές που έπρεπε να βγάλω τις κοινωνικές μου υποχρεώσεις και δεν ήθελα να γίνομαι παράξενος, ούτε και να με περνάνε για αυτιστικό. Υποχρεώθηκα να αποδυναμώσω τις πεποιθήσεις που υποστήριζα, να πάω στο φαρμακείο και να αγοράσω μια μεγάλη κούτα με φυσικά δάκρυα. Έβρεχα λιγάκι τις κόρες των ματιών και μπορούσα εύκολα να παριστάνω ότι είμαι σαν τους άλλους. Άλλαζα αστραπιαία το βλέμμα, προσπαθούσα να ελέγξω την εικόνα που έβγαζα προς τα έξω, κοίταζα να είμαι φυσιολογικός και αρεστός, φλυαρούσα με όποιον έβρισκα μπροστά μου, πετούσα από το ένα θέμα στο άλλο παριστάνοντας το ελεύθερο πνεύμα, πολλές φορές έκανα ότι δεν άκουγα, άλλες φορές πάλι κρυφάκουγα. Γενικά όποτε ένιωθα κρυάδες έκανα ότι κάνουν και οι άλλοι. Τις ζέσταινα γελώντας αυθόρμητα. Άλλωστε σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δε δυσκολεύεται να βγάλει αληθινό γέλιο. Ο ένας κοροϊδεύει τον άλλον και όλοι γελάνε με όλους.
   Πέρασαν μέρες, μήνες, εβδομάδες και χρόνια. Μη με ρωτήσετε πόσα. Ούτε και θυμάμαι. Στο μεταξύ ξέχασα να σας πω το πιο σημαντικό, για το θέμα του ύπνου. Την πρώτη μέρα του συμβάντος αποφάσισα να μην κοιμηθώ καθόλου, να το πάρω σερί. Δεν είχα κι άλλη επιλογή. Άντεξα και δεύτερη μέρα. Την τρίτη μέρα εξαντλημένος κι ενώ πάσχιζα να διευρύνω τις φυσικές μου αντοχές διαπίστωσα το εξής εκπληκτικό. Κουρασμένος όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ενώ η θέληση μου έδινε την ύστατη μάχη με την υπνηλία, με πήρε ο ύπνος με ορθάνοιχτα τα μάτια. Αδυνατούσα να ξεχωρίσω αν όντως κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος μέσα σε όνειρο. Τι να σας πω. Πλέον δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Μετά από μερικά χρόνια μέσα σε αυτή την κατάσταση ακόμα δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τη διαφορά μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Τι σημαίνει πραγματικότητα και τι όνειρο.  
   Ωστόσο πεθυμούσα το αληθινό σκοτάδι. Έψαξα παντού, δοκίμασα τα πάντα. Άρχισα να κάνω υπερβολές. Μεθούσα, δοκίμασα ναρκωτικά, έκανα τυφλό σεξ. Ήταν όλα δυσανάλογα εφήμερα σε σχέση με το σκότος που αναζητούσα και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να υποστώ και τις παρενέργειες τους. Χάσιμο χρόνου διαπίστωσα, οι χαζοκραιπάλες είναι ένα κάλπικο πισωγύρισμα συμπέρανα. Απογοητεύτηκα. Σκοτάδι ζητούσα ο ταλαίπωρος όχι να σαπίσω, να καταντήσω νωθρός.
   Επέμεινα να πειραματίζομαι και τελικά βρήκα αυτό που αναζητούσα. Ανεξάρτητα από το αν το φεγγάρι είχε τα κέφια του, κατέβαινα στην παραλία για μπάνιο. Ξανοιγόμουν στα άπατα και κοίταζα κάτω στο βυθό. Βρέθηκε επιτέλους τρόπος να προσεγγίζω το αληθινό σκοτάδι και πάλι. Απόλυτη, πυκνή άβυσσος κι εγώ να κολυμπάω αμέριμνος στην επιφάνεια από εδώ κι από εκεί. Βέβαια όταν έπιανε χειμώνας ήταν σαφώς πιο δύσκολα, το κρύο καθιστούσε το όλο εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο. Ήταν τσουχτερό και –για ευνόητους λόγους, αναμφίβολα χαλιόμουν. Παρ΄όλα αυτά δεν άργησα να το συνηθίσω και να μην του δίνω και πολύ σημασία. Κι αν καμιά φορά κουραζόμουν με την ακεραιότητα της αβύσσου, δεν είχα παρά να γυρίσω ανάσκελα και να απολαύσω τον ουρανό και τα αστέρια του. Έστω αυτά τα λίγα που φαίνονταν με γυμνό μάτι. Κάπου είχα διαβάσει ότι όσο πιο πυκνό είναι το σκοτάδι κάτω, τόσο πιο πολλά φώτα βλέπεις επάνω. Γι’ αυτό προτιμούσα να κολυμπάω σε απόμερες, σε ερημικές παραλίες.
   Αυτό ήταν όλο. Αν κάποιος ψάξει για τέλος δύσκολα θα βρει, από τη στιγμή που όλα αυτά συνέβησαν τυχαία, άσκοπα, χωρίς κάποιο ευδιάκριτο σημείο εκκίνησης, δίχως αρχή. Ίσως πάνω από όλα τελικά να βρίσκεται ο νόμος του τυχαίου. Ή μήπως όχι?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου