Αυτός που βλέπει τη διαφορά ανάμεσα στο να υπάρχεις και στο να σκέφτεσαι γίνεται παρατηρητής. Γιατί πριν καταλάβεις το παιχνίδι της ζωής δεν μπορείς να είσαι παίχτης.
Δώσε μου μια ζωή αρκεί να ξέρω τι να την κάνω.
Μη μου δίνεις παραπάνω.
Μη με εγκλωβίζεις σε όμορφες φυλακές.
Δε ζητάω σκλαβιά που να μην μπορώ να της πω όχι.
Θέλω την ελευθερία που θα της λέω ναι,
την άγνωστη ελευθερία που ακόμα δεν μου σύστησες.
Είναι αυτό που δε ξέρω που ψάχνω,
αυτό που δεν έχω ακόμα βρει.
Δώσε μου το θάρρος να πάω κόντρα στο ρεύμα του εαυτού μου,
να σπάσω τα κυκλώματα, να νικήσω την ίδια μου τη φύση.
Είσαι η ουσία.
Δώσε μου τη μορφή.
Είσαι η ενέργεια.
Δώσε μου τη δύναμη.
Είσαι η έμπνευση.
Δώσε μου το λόγο.
Είσαι η μουσική.
Δώσε μου τις νότες.
Είσαι η ζωή.
Δώσε μου το θάνατο.
Step 2: When first song reaches 0:30, also start playing this.
Step 3: There is no step 3
What a skeletal wreck of man this is. Translucent flesh and feeble bones, the kind of temple where the whores and villains try to tempt the holistic domes. Running rampid with free thought to free form, and the free and clear. When the matters at hand are shelled out like lint at a laundry mat to sift and focus on the bigger, better, now. We all have a little sin that needs venting, virtues for the rending and laws and systems and stems are ripped from the branches of office, do you know where your post entails? Do you serve a purpose, or purposely serve? When in doubt inside your atavistic allure, the value of a summer spent, and a winter earned. For the rest of us, there is always Sunday. The day of the week the reeks of rest, but all we do is catch our breath, so we can wade naked in the bloody pool, and place our hand on the big, black book. To watch the knives zigzag between our aching fingers. A vacation is a countdown, T minus your life and counting, time to drag your tongue across the sugar cube, and hope you get a taste. WHAT THE FUCK IS ALL THIS FOR? WHAT THE HELL’S GOING ON? SHUT UP! I can go on and on but lets move on, shall we?
Say, your me, and I’m you, and they all watch the things we do, and like a smack of spite they threw me down the stairs, haven’t felt like this in years. The great magnet of malicious magnanimous refuse, let me go, and punch me into the dead spout again. That’s where you go when there’s no one else around, it’s just you, and there was never anyone to begin with, now was there? Sanctimonious pretentious dastardly bastards with their thumb on the pulse, and a finger on the trigger. CLASSIFIED MY ASS! THAT’S A FUCKING SECRET, AND YOU KNOW IT! Government is another way to say better…than…you. It’s like ice but no pick, a murder charge that won’t stick, it’s like a whole other world where you can smell the food, but you can’t touch the silverware. Huh, what luck. Fascism you can vote for. Humph, isn’t that sweet? And we’re all gonna die some day, because that’s the American way, and I’ve drunk too much, and said too little, when your gaffer taped in the middle, say a prayer, say a face, get your self together and see what’s happening. SHUT UP! FUCK YOU! FUCK YOU! I’m sorry, I could go on and on but their times to move on so, remember: you’re a wreck, an accident. Forget the freak, your just nature. Keep the gun oiled, and the temple cleaned shit snort, and blaspheme, let the heads cool, and the engine run. Because in the end, everything we do, is just everything we’ve done.
«Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. “Ίσως”, λέει ο θυρωρός, “τώρα όμως όχι”. Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: “Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω”. Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη και ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: “Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα”. Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ερώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. “Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις, ρωτά ο θυρωρός είσαι αχόρταγος...”. “Όλοι μάχονται για το νόμο”, λέει ο άνθρωπος, “πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;” Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: “Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω”».
The Absinthe Drinker (Portrait of Angel Fernandez de Soto), 1903
"Δεν ψάχνω, μόνο βρίσκω."
Χουάν Πάμπλο Πικάσο
Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, θα πάει το βουνό στο Μωάμεθ. Πόσο θαυμάζω μερικές παροιμίες για τη μινιμαλιστική σοφία που κρύβουν. Δε χρειάζεται να είσαι ο Πικάσο για να το καταλάβεις αυτό.
Αυτό συμβαίνει όταν αφήνεις τα πράγματα να έρχονται σε σένα. Εσύ αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου και όλα έρχονται σαν να είσαι <<συνδεδεμένος με αυτά>>. Δε λέω, θέλει συγκέντρωση, οργάνωση κι επεξεργασία. Κουραστική διαδικασία. Γιατί όταν ολοκληρώνεις τις "μικρές συνθέσεις" που κάνεις, τις τελικές πεποιθήσεις που σχηματίζεις, αν λατρεύεις να είσαι αυθόρμητος, συνηθίζεις πολλές φορές να λειτουργείς σχεδόν μηχανικά. Προσέχεις με ένα γενικής φύσεως ύφος και όλες οι λεπτομέρειες που θες να πεις έρχονται σαν "μικρές εμπνεύσεις" από μόνες τους. Είσαι φυσικός, δεν ελέγχεις αυτά που λες σε πρώτο χρόνο, απλά τα αφήνεις να κυλήσουν από μέσα προς τα έξω σου.Και για να το διατυπώσω ακόμα πιο εύστοχα,όταν συμπεριφέρεσαι με φυσικό τρόπο,τότε όπως είναι το έξω έτσι είναι και το μέσα σου. Και ξέρετε, ο παρατηρητής λατρεύει να βάζει τρίποντα από το κέντρο. Ο παρατηρητής επίσης γελάει πολύ όταν ακόμα βλέπει γύρω του ανθρώπους να προσπαθούν να είναι συνειδητοί για να μπορούν να κρύψουν τον εαυτό τους από τους άλλους. Ή όταν προσπαθούν να κάνουν πράγματα απλά για να δειχθούν στους άλλους. Ή όταν προσπαθούν να τους μιμούνται.
Η συνείδηση άλλωστε έχει πολλά επίπεδα. Αν κάποιος λοιπόν παίξει το παιχνίδι της σύνθεσης ολόκληρου του εαυτού, δηλαδή του Εαυτού, θα έχει το δύσκολο έργο να βάλει τάξη στο χάος. Όλοι ανεξαιρέτως παίζουμε το παιχνίδι αυτό ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Ας πούμε ότι είναι το μοναδικό στοιχείο που μας ενώνει όλους ανεξαιρέτως.
Αλλά τι τα θες, η ανεργία και η αποχή μαστίζει στις εποχές μας. Και σε λίγο θα βγει κάποιος με την απόχη να μας μαζέψει..
Συνήθως από την αρχή υπάρχει αστοχία υλικού (και δεν εννοώ τα Αμέα) απλά και μόνο επειδή οι περισσότεροι είναιακατάλληλοιως οντότητες για να κάνουν παιδιά. Ακατέργαστοι αν θέλετε. Είτε επειδή λαμβάνουν τη συμβατική μόρφωση και μόνο αυτήν, είτε γιατί τους αρέσει να μαθαίνουν τη ζωή στο δρόμο μακριά από διαβάσματα και βιβλία, στην τελική ρε φίλε επειδή έχουν επιλέξει να ζουν απλά(?). Επιβίωση και ξερό ψωμί. Για τους άλλους που διαβάζουν, διαβάζουν, διαβάζουν και στο τέλος καταλήγουν να κυνηγάνε την ουρά τους θα μιλήσω κάποια άλλη στιγμή. Έχει πολύ ψωμί η περίπτωσή τους..
Και για να μην παρεξηγηθώ ή χαρακτηριστώ ρατσιστής, πράγμα διόλου απίθανο, πρέπει να πω ότι στην τελική κανείς δεν είναι καλύτερος από κανέναν γιατί ο καθένας είναι αναγκαίος για τον ρόλο που του έχει ανατεθεί. Το στοιχείο της σύγκρισης είναι χρήσιμο όταν το χρησιμοποιείς για να εμπνέεσαι εσύ ώστε να γίνεσαι ο ίδιος καλύτερος. Οι περισσότεροι, μόνιμα εγκλωβισμένοι στο κατώτερο Εγώ που τους διαφεντεύει τη ζωή, πέφτουν με τα μούτρα να προσπεράσουν το διπλανό τους, ακόμα κι αν αυτός είναι ο τελευταίος.Και τώρα που το καλοσκέφτομαι όταν κοιτάς να περάσεις τον τελευταίο ακόμα δεν έχεις υπάρξει.. Ωραία ατάκα το "δεν υπάρχεις". Αναρωτιέμαι άραγε ποιος την σκέφτηκε πρώτος και γιατί σήμερα τη χρησιμοποιούμε θέλοντας να εννοήσουμε ακριβώς το ανάποδο.
Αλλά τι τα θες, ζούμε σε ανάποδες εποχές..
Ισχυρίζομαι λοιπόν - αν κι έχω την εντύπωση ότι κάπως αυθόρμητα θα δυσανασχετήσετε με το συμπέρασμα μου, ότι ο καθένας από εμάς υπηρετεί κάποιον ανώτερο ή κατώτερο σκοπό. Λόγου χάριν, σκοπός του παρατηρητή είναι να καταγράφει πληροφορίες κι ύστερα να τις δίνει στους εργάτες που σκοπός αυτών φυσικά είναι ναεργάζονται ακατάπαυστα. Πολύ αργότερα δε κι αφού όλα αυτά περάσουν από την κατάλληλη επεξεργασία και κατεργασία έρχεται ο συνθέτης που εν τέλει θα δημιουργήσει το τελικό προϊόν, βρισκόμενος πάντα(?) σε αγαστή συνεργασία με τους βοηθούς του...
Εξαιρετικό βιβλίο "Ο Πύργος" του Κάφκα. Με διαφορά το αγαπημένο μου. Άλλη φάση ο Κάφκα. Γράφει με παραβολικό τρόπο, δε στα δίνει έτοιμα στο πιάτο όπως κάνει ο παρατηρητής.. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι του '15 που το διάβαζα στην Ελαφόνησο. Μετά από μια δυνατή παρτίδα ρακέτες δεν υπήρχε πιο απολαυστική συνέχεια από το να ταΐσω με αντίστοιχο τρόπο και το πνεύμα μου. Πάντως ακόμα και τώρα δεν είμαι και τόσο σίγουρος για το αν απολαμβάνω καλύτερα όταν υλοποιώ καινούργια project ή αν διασκεδάζω περισσότερο όταν διαβάζω και σκέφτομαι πράγματα που ακούω για πρώτη φορά. Εσάς; Σας αρέσουν οι ρακέτες;
Ααα, τώρα που λέμε για ρακέτες, τα μάθατε; Πρωταθλήτρια κόσμου η Ελλάδα στις ρακέτες.. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα στην Ελλάδα αν τύποι σαν τα παιδιά από το world party διάβαζαν με το ίδιο πάθος που ταξίδευαν...
Αλλά τι τα θες, ο χαβαλές και τα απρόοπτα που προκύπτουν στα ωραία ταξίδια, ε, ό,τι και να λέμε, τα κάνουν αξέχαστα..
Σταύρος Σταματόπουλος
Bonus track
Morning comes too early and nighttime falls too late And sometimes all I want to do is wait The shadow I've been hiding in has fled from me today
I know it's easier to walk away than look it in the eye But I will raise a shelter to the sky and here beneath this star tonight I'll lie She will slowly yield the light As I awaken from the longest night
Dreams are shaking Set sirens waking up tired eyes With the light the memories all rush into his head
By a candle stands a mirror Of his heart and soul she dances She was dancing thru the night above his bed
And walking to the window he throws the shutters out against the wall And from an ivory tower hears her call "Let light surround you"
It's been a long, long time He's had a while to think it over In the end he only sees the change Light to dark Dark to light Light to dark Dark to light
Heaven must be more than this When angels waken with a kiss Sacred hearts won't take the pain But mine will never be the same
He stands before the window His shadow slowly fading from the wall And from an ivory tower hears her call "Let the light surround you"
Once lost but I was found When I heard the stained glass shatter all around me I sent the spirits tumbling down the hill But I will hold this one on high above me still She whispers words to clear my mind I once could see but now at last I'm blind
I know it's easier to walk away than look it in the eye But I had given all that I could take And now I've only habits left to break Tonight I'll still be lying here Surrounded in all the light