Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Οι τρεις δάσκαλοι ( Α' Μέρος)




 


   Ο Σ. άργησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είχε μεσημεριάσει. Έμοιαζε με άγραφο κανόνα, αν δεν ήταν πρωινός στη δουλειά αδυνατούσε να σηκωθεί νωρίς. Παλιότερα δεν έδινε και πολύ σημασία, όταν όμως διαπίστωσε πως αυτή η κακή συνήθεια στοίχειωσε τα πρωινά του, άρχισε να τα βάζει με τον ίδιο. Το οξύμωρο ήταν πως δεν τον ένοιαζε τόσο το "χαμένο" πρωινό, η ζωή που έτρεχε ενώ αυτός χουζούρευε κάτω από τα σεντόνια του. Όχι. Τον τσίγκλαγε η αίσθηση ανημποριάς, η έλλειψη θέλησης. Το χούι του υπναρά δεν έσπαγε με τίποτα. Τον ενοχλούσε που κατέληγε πάντα στον ίδιο μονότονο δρόμο χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να βαδίσει και τον αντίθετο του, να είναι έστω και λίγο σαν και αυτούς τους ενθουσιώδεις πρωινούς τύπους ανθρώπων. Κι εφόσον αυτό το γαϊτανάκι κρατούσε από τα παιδικά του χρόνια, μετά από ατελείωτες επαναλήψεις του πρωινού μοτίβου που, επειδή δεν υποχρεούταν να ξυπνήσει νωρίς δεν το έκανε, αυτή η αδυναμία πήρε στη συνείδηση του το σχήμα ενός αξεπέραστου, ενός αθεράπευτου ελαττώματος. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι κατά βάθος το λάτρευε, το απολάμβανε να κοιμάται και να ξεκουράζεται όταν τον έπαιρνε. Κι έτσι ενώ παραδινόταν χωρίς όρια σε αυτή την κακή συνήθεια, ωστόσο δε μπορούσε να αποφύγει τη μυρωδιά της ενοχής που τον συνόδευε όταν ξυπνούσε. Μια μυρωδιά που πήγαζε από μια ανεξερεύνητη πλευρά του. Αυτή που ήθελε να σπάσει αυτό που έφτασε να μοιάζει με καταραμένο ξόρκι. Άλλωστε ήξερε πως για ένα τόσο -τουλάχιστον θεωρητικά και στα χαρτιά- αστείο ζήτημα, αν πραγματικά το ήθελε θα μπορούσε επιτέλους μια μέρα να γίνει ένας κλασσικός πρωινός τύπος.
   Τσέκαρε το κινητό του. Η ώρα ήταν 11:11. Έστρωσε μηχανικά το κρεβάτι και περπάτησε για το μπάνιο. Ξαφνικά σταμάτησε, κοίταξε ψηλά στο ταβάνι και χωρίς ίχνος δισταγμού φώναξε παθιασμένα: "βούλωσε το διάολε, το έχω μάθει απ' έξω κι ανακατωτά το εργάκι σου, αρκετά". Ένιωσε μια κάψα και σα να τον κυρίευσε κάτι άλλο, πήρε κοφτά μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε. Προχώρησε προς στο μπάνιο με ψύχραιμο βήμα..
   Του άρεσε να μιλάει φωναχτά στον εαυτό του. Γνώριζε βέβαια πως ήταν κάπως περίεργο μα συχνά πυκνά συνήθιζε να "σκέφτεται φωναχτά" όταν ήταν μόνος. Μάλιστα ήταν βέβαιος πως αυτό που εν τέλει ξεστόμιζε δεν ήταν προϊόν επεξεργασμένης σκέψης. Κάπως έκπληκτος είχε παρατηρήσει πως όταν έκανε αυτά τα συνειδησιακά "ηλεκτροσόκ"στον εαυτό του, αυτό που σκεφτόταν με αυτό που έλεγε δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Στην πραγματικότητα δεν τον ανησυχούσε τόσο που μιλούσε μόνος σα τον τρελό όσο το συμπέρασμα ότι η ίδια του η σκέψη έμοιαζε να του βάζει άσκοπα εμπόδια, αυτή και το κάλπικο δράμα της.
   Έπλυνε τα μούτρα του, σκουπίστηκε, έπιασε την οδοντόβουρτσα. Βουρτσίζοντας τα δόντια ανασήκωσε τα μάτια του και με άδειο βλέμμα κοίταξε τον καθρέφτη. "Ποιος είσαι? Ο ψυχαναγκαστικός τελειομανής που γκρινιάζει για τις ατελείωτες ατέλειες? Ή μήπως αυτός που βλέπει την γενική εικόνα, αποδέχεται και προχωράει παρακάτω?"
   Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση όταν αναπάντεχα του ήρθε στο θυμικό ένα όνειρο που έβλεπε λίγο πριν ξυπνήσει. Ήταν φρέσκο, έντονο και βαθύ. Σταμάτησε την οδοντόβουρτσα, έμεινε ακίνητος και κάνοντας συνειδησιακό άλμα, βούτηξε μέσα του.


   Βρέθηκε σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο. Ανασήκωσε το βλέμμα του φευγαλέα, ξανακοίταξε το ταβάνι. Αναγκάστηκε να τεντώσει "στο τέρμα" το λαιμό του, ο τοίχος πάνω από το κεφάλι του ήταν παράλογα καμπυλωμένος, θύμιζε θόλο. Το δωμάτιο ήταν επιβλητικό, ο χώρος είχε μια μεσαιωνική χροιά και η ατμόσφαιρα ήταν παράλογα καθάρια για εσωτερικό χώρο. Αν τον ρωτούσαν, με κλειστά τα μάτια θα μάντευε ότι βρίσκεται σε κάποιο δάσος, κάπου στη φύση κι όχι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους. Πήρε κοφτά μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε μπροστά του. Στην απέναντι γωνία και δίπλα σε ένα τζάκι που σχεδόν είχε σβήσει, ίσα που ξεχώριζαν από το αμυδρό φως της θράκας δύο φιγούρες. Κάθονταν αντικριστά και σκυμμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Έμοιαζε να συζητούσαν κάτι σοβαρό. Ο Σ. δίχως να το πολυσκεφτεί πλησίασε μήπως μπορέσει να κρυφακούσει. Έπεσε στα γόνατα και προχώρησε προσεκτικά το ξεφτισμένο χαλί που απλωνόταν σε όλο το χώρο. Κόλλησε πίσω από την πλάτη του καναπέ που ήταν σχεδόν δίπλα τους, περίπου δύο μέτρα απόσταση. Πίστεψε ότι κατάφερε να μην γίνει αντιληπτός. Για να βεβαιωθεί, σταμάτησε για λίγο την ανάσα του και αφουγκράστηκε τις μορφές που συνέχιζαν να μιλούν αμέριμνες. Ευτυχώς γι' αυτούς δεν τον κατάλαβαν. Ποιος ξέρει -εφόσον τους διέκοπτε, αν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τον ειρμό των σκέψεων τους μετά την απροσδόκητη ταραχή μιας ξένης παρουσίας στο χώρο! Κι ύστερα ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί πως αν κι εφόσον τελικά δε σοκάρονταν κι ήταν άνετοι με την ξένη παρουσία, θα εξακολουθούσαν να μιλούν με τον τρόπο και για το θέμα που συνδιαλέγονταν εκείνη τη στιγμή? Γι' αυτό και ο Σ. δεν θα τολμούσε να ξεμυτίσει, να ρισκάρει να τον "πάρουν πρέφα" μόνο και μόνο για να δει την εικόνα τους. Εκεί και σε μια στιγμή κακής περιέργειας ίσως και να τελείωναν όλα άδοξα. Όχι. Και μόνο που κρυφάκουγε αυτά που έλεγαν του αρκούσε. Έκλεισε τα μάτια για να ακούει καλύτερα κι έστρεψε την προσοχή του στις φωνές τους.





"...κι έχω την εντύπωση πως κρίνεις κι ασχολείσαι υπερβολικά με την εικόνα των πράξεων σου. Μοιραία λοιπόν και χωρίς να το θες, η αντίδραση της δράσης αυτής σε αναγκάζει να παραφουσκώνεις τα θετικά και να παραμελείς τα αρνητικά. Η έμφυτη αισιοδοξία που αδιαμφισβήτητα έχεις στην πίστη ότι μπορείς να είσαι καλύτερος παραμένει στο θα, σε μια μελλοντική κατάσταση όπου όλα είναι καλύτερα, πιο ευχάριστα και πιο ρόδινα. Ωστόσο όλα αυτά παραμένουν στον αέρα, σου λείπει η γείωση. Βγάζεις ένα χαρακτήρα που φτάνει να ξέρει ότι μπορεί χωρίς στην πραγματικότητα να μπορεί εμπράκτως. Κι αυτό δε συμβαίνει τόσο επειδή βαριέσαι ή τεμπελιάζεις να υπηρετήσεις το ρόλο που σου έχει ανατεθεί. Θεωρώ πως είσαι μακράν το καταλληλότερο άτομο γι' αυτή τη δουλειά. Η οξύτητα της μικροσκοπικής σου ματιάς είναι αξεπέραστη. Με το δίκιο σου όμως πλήττεις κι εφόσον κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος πάνω στο μικροσκόπιο, μπλέκεσαι σε ξένες υποθέσεις και σε φαντασιακές καταστάσεις μόνο και μόνο για να τραντάξεις τη μονοτονία σου. Γιατί αρνείσαι, γιατί δεν υποτάσσεσαι στο χαραγμένο μονοπάτι που βρίσκεται κάτω από τα πόδια σου? Tι άραγε προσπαθείς να αποδείξεις?
   Κατά κάποιον τρόπο, δυστυχώς, γνωρίζεις πολλά περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα που χρειάζονται για να εκπληρωθεί ο σκοπός σου. Και λέω δυστυχώς γιατί ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι με κάποια ανορθόδοξη τεχνοτροπία όντως εκπλήρωνες την παράλογη ουτοπία που έχεις σφηνώσει στο μυαλό σου, μια ουτοπία που εκτός από εσένα κανείς δεν πιστεύει στην υλοποίηση της, έστω λοιπόν ότι αυτό το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά, σε καμία περίπτωση δε θα ήταν όπως το φαντάστηκες πρωταρχικά. Κι αυτό γιατί αν σκάψεις λίγο τη μνήμη σου, όλα ξεκίνησαν από ένα σπάνιο είδος σοβινισμού που σκέπασε τις σκέψεις, τις πράξεις και το ενδιαφέρον σου. Αν με ανάγκαζες να μαντέψω, θα έλεγα ότι ακόμα κι αν έδεναν όλα αυτά, ίσως στο τέλος κατέληγαν να προσλαμβάνονταν μόνο ως μια επίδραση. Θα εγκλωβίζονταν στη σφαίρα των εντυπώσεων, σε ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις ατελείωτες λεπτομέρειες που υπηρέτησες όλο αυτό τον καιρό και στο απόσταγμα του τελικού αποτελέσματος. Ακόμα κι αν ένα τζίνι εκπλήρωνε ως δια μαγείας όλες σου τις επιθυμίες, αυτό δε σημαίνει πως επειδή έφτασες εκεί που θες, θα φτάσεις αυτόματα και στη λύτρωση σου.
   Ελπίζω να μη με παρεξηγήσεις, δεν υπονοώ ότι στ' αλήθεια θέλεις να τα κάνεις όλα αυτά απλά και μόνο για να προξενήσεις εντυπώσεις. Ξαναλέω, δεν αμφιβάλλω πως το μόνο που σε ενδιαφέρει πραγματικά είναι η λύτρωση σου. Άλλωστε αν διψούσες για αποδοχή δε θα άντεχες να ζεις σα να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο. Θυσιάστηκες. Συρρικνώθηκες για να μπορείς να βλέπεις μεγεθυσμένες και με καθαρό τρόπο λεπτομέρειες που στους περισσότερους φαντάζουν αόρατες. Γιατί λοιπόν σκοτίζεσαι και γι' αυτό? Τι σημασία έχει αν οι πολλοί αδυνατούν ή στερούνται της θέλησης να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που είναι και στην προσωπικότητα τους? Ή μήπως πιστεύεις πως η φύση των περισσότερων είναι εναρμονισμένη με τις προσταγές του απώτερου μέλλοντος?
   Είναι αχρείαστο να αναφέρω -το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα, ότι μέλλον και παρελθόν είναι δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνεπώς μην ξεχνάς και μην περιφρονείς τις παλιές κατακτήσεις, τα παλιά σου γαλόνια. Πρέπει να δείξεις υπομονή και ψυχραιμία, η αγωνία για ένα καλύτερο μέλλον σκεπάζει τη δίψα σου για νέες πηγές. Η ανάγκη για ασφάλεια υποθάλπει τη λαχτάρα σου για περιπέτεια. Αν πρωτίστως βασιστείς  στην ανάγκη να κρατιέσαι από κάπου, ακόμα κι αν αυτό το βαφτίσεις όμορφη ελπίδα, σίγουρα δεν πρόκειται να σε βοηθήσει καθώς ακροβατείς στο τεντωμένο σχοινί της παρούσας στιγμής.
   Κι αν υπάρχει κάποιου είδους ανάγκη -που σαφώς υπάρχει, αυτή θα ήταν να βρεις το θάρρος να εξημερώσεις κι όχι να εξουδετερώσεις τις ανασφάλειες που φυσιολογικά και αναμφίβολα θα προκύψουν στην πορεία. Θα πρέπει να είσαι απόλυτα προετοιμασμένος να ανταπεξέλθεις στις κακοτοπιές αν τύχει και παραπατήσεις, αν χάσεις την ισορροπία σου. Έχε το στο πίσω μέρος του μυαλού σου αυτό καθώς προχωράς σταθερά το βήμα σου, καθώς βαδίζεις στο δικό σου προσωπικό ρυθμό.
   Μην σου περνάει από το μυαλό ότι κάνεις αγγαρεία, είναι άσκοπο να πιέζεις τον εαυτό σου να προσέχει και να συγκεντρώνεται. Και βέβαια μην περάσεις στο άλλο άκρο και σε πιάσει τρέμουλο. Τσάμπα και βερεσέ θα εξουδετερωθεί η δύναμη που έχεις να επιμένεις. Όλα αυτά στα λέω αφού αρκετά αργότερα και όταν θα έχεις κατακτήσει το δόγμα του σοκ, θα μπορείς να αλλάζεις σε όποια μορφή θες, με το πάτημα ενός διακόπτη,χωρίς άγχος και χωρίς παρενέργειες.
   Αλλά αυτή τη στιγμή με τα τωρινά δεδομένα και στην άσχημη κατάσταση που έχεις περιέλθει, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Η αφοσίωση σου εκφυλίστηκε, μεταμορφώθηκε σε εμμονή. Πλέον σκύβεις το κεφάλι με δουλοπρέπεια, βυθίζεσαι σα να μην υπάρχει αύριο, στερείσαι κριτικής σκέψης, δεν έχεις ίχνος αισθητικής, μάλλον έχεις ξεχάσει πως να βάζεις όπισθεν στα αδιέξοδα. Δε θα ήταν καθόλου κακό αν σποραδικά μου επέτρεπες να πάρω κι εγώ μια ανάσα. Τώρα θα αρχίσεις να βλέπεις τις παρενέργειες του υπερβολικού ελέγχου και της τυφλής πίστης που σε διακατέχουν. Για να πεις τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη θα πρέπει να γνωρίζεις σε τι αντιστοιχεί το καθένα από αυτά. Αν λοιπόν θες να έχεις καθαρή εικόνα για τον εαυτό σου ενώ εξακολουθείς να έχεις ποιότητα στο έργο σου, να ξεχνιέσαι και λίγο επιτρέποντας μου -σε συγκεκριμένες στιγμές, να θυμάμαι εγώ και για τους δύο μας."

συνεχίζεται...


 

















   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου